- σωμάριστρον
- σωμάριστρον,A = ζωμ-, soup-ladle, PLond.4.1657.10 (iv/v A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σωμάριστρον — τὸ, Α ζωμάρυστρον*. κουτάλα τής σούπας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί ζωμάριστρον / ζωμάρυστρον*] … Dictionary of Greek